- ταράττομαι
- ταράσσωstirpres ind mp 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek
τυρώ — (I) έω, Α [τυρός] τυρεύω. (II) όω, Α [τυρός] 1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.) 2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες … Dictionary of Greek